Κύριες μεταφράσεις |
great adj | informal (excellent) | τέλειος επίθ |
| (μεταφορικά) | απίθανος, φοβερός, τρομερός επίθ |
| (αργκό) | άπαιχτος επίθ |
| The concert was great! |
| Η συναυλία ήταν τέλεια! |
great adj | (numerous) (αριθμός, πλήθος κλπ) | μεγάλος επίθ |
| (κόσμος, αντικείμενα κλπ) | πολύς επίθ |
| There was a great crowd outside the door. |
| Υπήρχε μεγάλο πλήθος έξω από την πόρτα. |
great adj | (unusual in intensity) | πολύ μεγάλος περίφρ |
| (μτφ: συναίσθημα) | πολύ δυνατός περίφρ |
| He had a great love for the Scottish Highlands. |
| Έτρεφε πολύ δυνατή αγάπη για τα Χάιλαντς της Σκωτίας. |
great adj | (unusual in degree) | τεράστιος επίθ |
| | πολύ μεγάλος περίφρ |
| The party was a great success. |
| Το πάρτι είχε τεράστια επιτυχία. |
| Το πάρτι είχε πολύ μεγάλη επιτυχία. |
great adj | (unusual in power) | τεράστιος επίθ |
| | πολύ μεγάλος επίθ |
| Her death was a great blow to him. |
| Ο θάνατός της ήταν τεράστιο χτύπημα για αυτόν. |
great adj | (important) | μεγάλος, σπουδαίος, σημαντικός επίθ |
| Beethoven's Ninth is one of the great pieces of music of its era. |
| Η Ενάτη Συμφωνία του Μπετόβεν είναι ένα από τα μεγάλα έργα της εποχής του. |
great adj | (eminent) | μεγάλος, σπουδαίος, σημαντικός επίθ |
| | επιφανής επίθ |
| Churchill was one of Britain's great leaders. |
| Ο Τσόρτσιλ ήταν ένας από τους μεγάλους (or: σπουδαίους) ηγέτες της Βρετανίας. |
great adj | (principal, chief) | κεντρικός επίθ |
| | κυρίως επίρ |
| (ειδικά για χορό) | αίθουσα χορού φρ ως ουσ θηλ |
| The ball will be held in the Great Hall. |
| Ο χορός θα δοθεί στην κεντρική αίθουσα. |
| Ο χορός θα δοθεί στην κυρίως αίθουσα. |
| Ο χορός θα δοθεί στην αίθουσα χορού. |
great adj | (very large) | τεράστιος επίθ |
| A tsunami is a great wave, often caused by an earthquake or volcano. |
| Το τσουνάμι είναι ένα τεράστιο κύμα που προκαλείται συχνά από σεισμό ή ηφαίστειο. |
Επιπλέον μεταφράσεις |
great adj | (lofty) | ευγενής επίθ |
| | υψηλός επίθ |
| He's full of great thoughts. |
great adj | (of good reputation) | ξακουστός επίθ |
| He came from a great family. |
great adj | (very admirable) (θαυμαστός) | υπέροχος, καταπληκτικός, θαυμάσιος επίθ |
| (καθομιλουμένη) | φοβερός, τρομερός, τέλειος επίθ |
| That was a great speech you gave. |
| Υπέροχος (or: Καταπληκτικός) ο λόγος που έβγαλες. |
| Φοβερός (or: Τέλειος) ο λόγος που έβγαλες. |
great at (doing) [sth] adj | informal (expert) (μτφ: σε κτ, στο να κάνω κτ) | φοβερός, τρομερός επίθ |
| | καταπληκτικός επίθ |
| (αργκό) | άπαιχτος επίθ |
| (αργκό) | δεν παίζομαι περίφρ |
| She's great at crosswords. |
| Είναι φοβερή (or: τρομερή) στα σταυρόλεξα. |
| Είναι καταπληκτική στα σταυρόλεξα. |
| Είναι άπαιχτη στα σταυρόλεξα. |
| Δεν παίζεται στα σταυρόλεξα. |
great adv | US, informal (very well) | τέλεια επίρ |
| | περίφημα, θαυμάσια επίρ |
| | πολύ καλά περίφρ |
| You did great. |
| Τα πήγες τέλεια. |
| Τα πήγες περίφημα (or: θαυμάσια). |
| Τα πήγες πολύ καλά. |
Great! interj | (excellent!) (καθομιλουμένη) | τέλεια! επιφ |
| | πολύ ωραία! επιφ |
| | άψογα! επιφ |
| You got the job? Great! |
| Πήρες τη δουλειά; Τέλεια! |
| Πήρες τη δουλειά; Πολύ ωραία! |
great n | ([sb] important) | σπουδαία προσωπικότητα, σημαντική προσωπικότητα επίθ + ουσ θηλ |
| | σπουδαία μορφή, σημαντική μορφή επίθ + ουσ θηλ |
| (μεταφορικά) | μεγάλη μορφή επίθ + ουσ θηλ |
| He's one of history's greats. |